- πολῑτοκάπηλος
- πολῑτο-κάπηλος, ὁ, der mit dem Staate, den Bürgern Handel treibt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολιτοκάπηλος — jobber in public offices masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτοκάπηλος — ὁ, Α αυτός που εμπορεύεται τις δημόσιες θέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + κάπηλος (πρβλ. ανδρο κάπηλος, σωματο κάπηλος)] … Dictionary of Greek
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek